- Μαρέᾳ
- Μαρέαι , Μαρέηfem nom/voc plΜαρέᾱͅ , Μαρέηfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρέα — η (Μ μαρία) δημώδης λέξη για την παλίρροια και κυρίως για την πλημμυρίδα, την ανύψωση τής στάθμης τών υδάτων, αλλ. φουσκονεριά, μπασιά μσν. θαλάσσιο ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. ιταλ. maria] … Dictionary of Greek
Μάρεα — Μάρης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρεα — μάρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρέας — Μαρέᾱς , Μαρέη fem acc pl Μαρέᾱς , Μαρέη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρέαν — Μαρέᾱν , Μαρέη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρεώτις — (αιγυπτ. Maruyt). Αβαθής αλμυρή λίμνη (250 τ. χλμ.) της Αιγύπτου. Βρίσκεται στα ΝΔ της Αλεξάνδρειας και η ονομασία της προήλθε από τους Έλληνες της αρχαιότητας. Στις όχθες της βρισκόταν κατά την αρχαιότητα η πόλη Μαρέα, πρωτεύουσα του Ινάρω,… … Dictionary of Greek
Μαρεωτικός — Μαρεωτικός, ή, όν, αρσ. και Μαρεώτης, θηλ. και Μαρεῶτις (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μάρεια ή Μαρέα, πόλη τής Κάτω Αιγύπτου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μαρεῶτις (ενν. λίμνη) ονομασία λίμνης κοντά σ αυτή την πόλη 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek